- πεπαντικός
- -ή, -όν, Α [πεπαίνω]1. αυτός που συντελεί στην ωρίμαση ή στο μαλάκωμα, μαλακτικός («λουτρὸν πτυάλου πεπαντικόν», Ιπποκρ.)2. φρ. «πεπαντικὸν μέλος» — κατευναστικό, καταπραϋντικό τραγούδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεπαντικόν — πεπαντικός able to ripen masc acc sg πεπαντικός able to ripen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπαντικήν — πεπαντικός able to ripen fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)